Αγησίλαος Χ΄΄Γιάννη
Αγησίλαος! Όνομα αρχαιοελληνικό, που σημαίνει «αυτός που οδηγεί το λαό». Ο Αγησίλαος Χ΄΄ Γιάννη ήταν αυτός που οδηγούσε τους ανθρώπους προς την ανακούφιση από τον πόνο. Παραδοσιακός βρακοφόρος, με ψαρί λεβέντικο μουστάκι, μορφή αρχοντική και περήφανη, άνθρωπος που ενέπνεε σεβασμό, σοφός και ολιγομίλητος, που σαν τον έβλεπες θαρρούσες πως ζωντάνευαν μπροστά σου οι μυθιστορηματικοί Κρήτες ήρωες του Καζαντζάκη. Ποτέ του δεν είχε βάλει το χέρι του στο Ευαγγέλιο, για να απαγγείλει τον όρκο του Ιπποκράτη, όμως Αγησίλαος και Ιατρική έγιναν με τον καιρό, έννοιες συνυφασμένες.
Ο πατέρας του
Ο Αγησίλαος γεννήθηκε στο χωριό Τάλα, της επαρχίας Πάφου, το 1903. Ο πατέρας του ξενιτεύτηκε από μικρός στην Αττάλεια. Εκεί πήγαιναν πολλοί Έλληνες της εποχής για να εργαστούν, αφού η ενδοχώρα της είναι μια πολύ πλούσια γεωργικά περιοχή. Στον ελεύθερό του χρόνο, ο νεαρός, τότε Γιάννης, μάθαινε την τέχνη του χειροπράκτη ορθοπεδικού. Όταν επέστρεψε στην Τάλα, ασχολείτο με τη γεωργία, αλλά παράλληλα ασκούσε και την τέχνη που έμαθε στην Αττάλεια και που λίγοι γνώριζαν την εποχή εκείνη. Ο Χ΄΄Γιάννης δεν ήθελε να διδάξει τα παιδιά του την τέχνη αυτή, γιατί όπως έλεγε, όλοι αυτοί οι ασθενείς που τον επισκέπτονταν καθημερινά δεν τον άφηναν να φτιάξει την περιουσία του. Έτσι, ήθελε τα παιδιά του να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη γεωργία και να προοδεύσουν.
Ο Αγησίλαος μαθαίνει κρυφά την τέχνη του πατέρα του
Μια μέρα, γύρω στα 1920, τον επισκέφτηκε ένας ασθενής, ο οποίος είχε βγάλει τον ώμο του και σφάδαζε από τον πόνο. Άρχισε να τον περιποιείται, όμως δυσκολευόταν. Ο νεαρός τότε Αγησίλαος κρυφοκοίταζε από την μισάνοικτη πόρτα και φωνάζει του πατέρα του: «Εν λάθος που μάσιεσαι να του το βάλεις». Τότε, ο πατέρας του, κάπως θυμωμένα του λέει: «Έλα δα ρε, εσού, πο ’ν’ να μου παίξεις τζαι τον μάστρον». Πάει τότε κοντά στον ασθενή και με μία μόνο κίνηση, έβαλε τον ώμο στη θέση του. Τότε ο Χ΄΄Γιάννης έστρεψε το πρόσωπό του προς τον γιο του και γεμάτος οργή, μα και με θαυμασμό συνάμα, λέει: «Εν σου ’πα ρε, να μεν μάθεις τούτην την τέγνην;»
«Επαρακολούθουν σε παπά τζιαι έμαθα», απάντησε συνεσταλμένα ο Αγησίλαος.
Την τέχνη του χειροπράκτη ορθοπεδικού κατάφερε να μάθει και η αδελφή του Αγησίλαου η οποία παντρεύτηκε στην Κοίλη και πέθανε σε νεαρά ηλικία.
Ο Αγησίλαος ήλθε στη Χλώρακα γύρω στο 1930, όπου νυμφεύτηκε τη Μαρία Νικολάου και μαζί απέκτησαν εννέα παιδιά. Κύρια ασχολία του ήταν η γεωργία, όμως ασκούσε και την τέχνη που κατάφερε να «κλέψει» από τον πατέρα του. Αγαπημένο του χόμπι ήταν το κυνήγι. Όμως, οι ρευματισμοί που τον ενοχλούσαν από τα 50 του χρόνια και τον ανάγκαζαν να χωλαίνει, του στέρησαν την αγαπημένη του αυτή ενασχόληση. Έτσι, έλεγε καθημερινά στους φίλους του και στους δικούς του για το όπλο που του έφερε ο πατέρας του από την Τουρκία, ιστορίες από τις εξορμήσεις του, έδινε συμβουλές για το κυνήγι και πάντοτε κατά την κυνηγετική περίοδο, περίμενε με αγωνία τα παιδιά του να επιστρέψουν, για να του πουν τι πέτυχαν.
Ασκούσε την τέχνη του χειροπράκτη ορθοπεδικού σε μια εποχή που δεν υπήρχαν επαγγελματίες ορθοπεδικοί και όταν αργότερα εμφανίστηκαν, ήταν ελάχιστοι. Είχε φοιτήσει μέχρι την Γ΄ Γυμνασίου, όμως γνώριζε άριστα την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, αφού εκτός από την Ανθρωπολογία, που διδάχτηκε στο γυμνάσιο, μελέτησε και άλλα ιατρικά συγγράμματα, που πιθανόν είχε φέρει ο πατέρας του από την Αττάλεια. Όμως, ο Αγησίλαος δε θεράπευε τους ασθενείς του μόνο με τις γνώσεις του. Εξέπεμπε μια αύρα καλοσύνης, γαλήνης και ηρεμίας, ενέπνεε στον ασθενή εμπιστοσύνη και εκεί που του μιλούσε, με μια απότομη κίνηση και με άγγιγμα που έμοιαζε αγγελικό, τον ανακούφιζε. Μόλις έβλεπε τον ασθενή καταλάβαινε αμέσως από τι πάσχει και πώς το έπαθε. Πολλοί πιστεύουν πως η ικανότητά του αυτή ήταν θεόσταλτη. Πάντως, το τάλαντο αυτό το εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφού πάντοτε πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον συνάνθρωπό του, χωρίς ποτέ να ζητάει χρήματα.
Διάφορα περιστατικά
Η φήμη του, πολύ γρήγορα είχε διαδοθεί σχεδόν σε ολόκληρη την Κύπρο. Μια φορά ήλθε ένας Τουρκοκύπριος, ο οποίος έφερε τη γυναίκα του, που είχε στραβώσει η σιαγόνα της. Προτού τη φέρει στη Χλώρακα είχε επισκεφθεί αρκετούς γιατρούς, όμως όλοι σήκωναν τα χέρια ψηλά. Είχε μάλιστα βάλει ολόκληρη την περιουσία του υποθήκη και ετοιμαζόταν να την πάρει στη Γερμανία για θεραπεία. Μόλις την είδε ο Αγησίλαος, την πλησίασε και με μία μόνο κίνηση την θεράπευσε. Αμέσως, διέταξε να της φέρουν νερό. Η γυναίκα έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε όπως να ’ταν ο Θεός της. Ο άντρας της, τον αγκάλιασε και γεμάτος χαρά του είπε να του φέρει μίαν αγελάδα για δώρο. Ο Αγησίλαος όμως δε δέχτηκε.
Μιαν άλλη φορά, τον κάλεσαν σ’ ένα τουρκοκυπριακό σπίτι για να θεραπεύσει ένα παιδάκι, που είχε σοβαρό ατύχημα με τον ιμάντα του αλευρόμυλου. Οι γονείς του το πήραν πρώτα στη Λευκωσία, όμως όλοι οι γιατροί το είχαν ξεγραμμένο. Σχεδόν, όλα τα κόκαλα του ήταν σπασμένα. Όταν πήγε στο σπίτι τους, ο Αγησίλαος ρώτησε τους γονείς του παιδιού, αν τρώει. Η απάντησή τους ήταν θετική και τότε τους λέει: «Μεν φοάστε, τα κόκαλα εν δουλειά δική μου». Τύλιξε με επιδέσμους το παιδί πάνω στο κρεβάτι και το είχε ακινητοποιημένο για ένα μήνα. Το δέσιμο που του έκανε δεν ήταν τυχαίο και έτσι σ’ ένα μήνα το παιδί έγινε καλά. Μετά από λίγο καιρό, πήραν το παιδί στη Λευκωσία σ’ ένα γνωστό γιατρό της εποχής και όταν το εξέτασε είπε: «Εγώ στους πρακτικούς εν επίστευκα. Τούτος όμως, έν πολλά δυνατός. Πάρτε του τα συγχαρητήριά μου».
Μόλις είχαν τελειώσει οι μάχες του Μουττάλλου το Μάρτη του 1964, ένας Τουρκοκύπριος τηλεφώνησε στο κοινοτικό τηλέφωνο της Χλώρακας και ζήτησε να πουν στον Αγησίλαο να πάει στον καφενέ του Μουττάλλου, γιατί ένας μικρός είχε βγάλει τον ώμο του. Εν τω μεταξύ, όλοι ήταν ακόμη πανικόβλητοι από τις μάχες. Ο Αγησίλαος, όμως, δεν φοβότανε, γιατί ήξερε πως οι Τουρκοκύπριοι τον εκτιμούσανε και ζήτησε από τον γιο του Γιαννή να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητό του. Όταν έφτασαν στην πλατεία του Μουττάλλου, είδαν εκεί εκατοντάδες Τουρκοκύπριους μαζεμένους και αμέσως τους περικύκλωσαν. Τότε ένας αξιωματικός της Τ.Μ.T. παραμέρισε τον όχλο και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, για να κατέβει ο Αγησίλαος. Μόλις κατέβηκε, τον άρπαξε πάνω του και τον ασπαζόταν. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Τούτος δαμαί, έσωσε μου τη ζωή». Ο αξιωματικός αυτός ήταν το παιδάκι που είχε το ατύχημα με τον ιμάντα του αλευρόμυλου. Έτσι, οι Τούρκοι άφησαν τον Αγησίλαο να κάνει τη δουλειά του, τον κέρασαν και ύστερα έφυγε ήσυχα, χωρίς κανένας να τον πειράξει.
Ο Αγησίλαος σύχναζε σε ορισμένα στέκια, που όλοι γνώριζαν και πήγαιναν εκεί να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του. Πολλές φορές, φτωχοί άνθρωποι κατέβαιναν από τα χωριά, για να τους θεραπεύσει και τον έβρισκαν συνήθως στην Περβόλα. Ο καλοσυνάτος αυτός άνθρωπος, λυπότανε να τους πάρει λεφτά και πολλές φορές έβγαζε από την τσέπη του χρήματα, για να τους πληρώσει τα αγώγια. Τα εργαλεία του ήταν οι βανούκες, οι βλαμπάτσες (ασπράδι αβγού ανακατεμένο με πράσινο σαπούνι), μαξιλαράκια, χαρτόνια και γρόσια για τους όγκους.
Ακόμη και γιατροί εμπιστεύονταν τον σοφό χειροπράκτη ορθοπεδικό. Ο αείμνηστος γιατρός Ηρόδοτος είχε ατύχημα στο πόδι του και κάλεσε αρχικά δύο συναδέλφους του να τον βοηθήσουν, όμως δεν τα κατάφεραν. Έπειτα, κάλεσε τον Αγησίλαο και μ’ ένα άγγιγμα του έκανε τη διάγνωση: «Έσιεις τρία σπασίματα, δύο μπροστά τζιαι ένα πίσω», του είπε. Οι άλλοι δύο γιατροί που ήταν εκεί διαφώνησαν με τη διάγνωσή του και άρχισαν να τον ειρωνεύονται. Όταν λίγο αργότερα έβγαλαν ακτινογραφία του ποδιού του, η διάγνωση του Αγησίλαου αποδείχτηκε η σωστή. Έτσι, ανέλαβε για άλλη μια φορά να κάνει καλά ακόμη έναν ασθενή με τον μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο του.
Επίσης, πολλά άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων επισκέπτονταν τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο. Ένας κύριος είχε φέρει τη σύζυγό του που είχε ατύχημα στο χέρι. Όταν τελείωσε ο Αγησίλαος τους είπε πως δε θέλει λεφτά. Ο κύριος, όμως, άφησε λεφτά πάνω στο τραπέζι, χωρίς να τον δει ο Αγησίλαος. Λίγο καιρό αργότερα, οι ορθοπεδικοί της Πάφου τον πήραν στο δικαστήριο, γιατί τους «έτρωγε» το ψωμί τους, όπως υποστήριζαν. Στη δίκη έκπληκτος ο Αγησίλαος παρατήρησε πως ο δικαστής ήταν ο κύριος που λίγο καιρό πριν θεράπευσε τη γυναίκα του. Ο δικαστής απλώς τον ρώτησε: «Είναι αλήθεια, κύριε Αγησίλαε, ότι παίρνεις λεφτά από τους ασθενείς σου;». «Όχι», του απάντησε ο Αγησίλαος και ο δικαστής δεν έδωσε συνέχεια στην υπόθεση.
Μιαν άλλη φορά, όμως, τον ξαναπήραν δικαστήριο οι ορθοπεδικοί και αναγκάστηκε να πληρώσει βαρύ πρόστιμο. Ο κόσμος, όμως, που τον υπεραγαπούσε δεν τον άφησε μόνο σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή και με εράνους που έγιναν, βοήθησαν στην αποπληρωμή του προστίμου που του επιβλήθηκε. Ο Αγησίλαος, όμως, είχε πληγωθεί πάρα πολύ και «ορκίστηκε» πως δε θα ασχοληθεί ξανά με την τέχνη του. Δεν άντεξε όμως για πολύ. Ο κόσμος που υπέφερε έκανε ουρές έξω από το σπίτι του. Η ευαισθησία του και η ανθρωπιά του παρέλυσαν τον εγωισμό του και άνοιξε πάλι το σπίτι του για τους ασθενείς.
Ο αείμνηστος Αγησίλαος δε θεράπευε μόνο ανθρώπους, αλλά και ζώα. Σχεδόν όλοι οι παλιοί ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Τα βόδια και τα γαϊδούρια ήταν απαραίτητα για τον κάθε αγρότη. Μέσα στις αναταραχές των εχθροπραξιών κλήθηκε να πάει σ’ ένα τουρκοκυπριακό χωριό, γιατί είχε σπάσει το πόδι της αγελάδας κάποιου τουρκοκύπριου αγρότη. Ο Αγησίλαος πήγε μαζί με το γιο του το Γιαννή στο Μούτταλλο, για να πάρουν γραπτή άδεια, ώστε να μπορέσουν να εισέλθουν στο χωριό. Οι αρχές του Μουττάλλου δεν του εξέδωσαν άδεια και όταν έφτασαν στο χωριό, ο φρουρός δεν τους επέτρεψε να περάσουν. Μετά όμως από λίγες συζητήσεις, τους άνοιξε την πύλη και πήγαν στο σπίτι του Τουρκοκύπριου που τους κάλεσε. Όπως γνώριζε την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, έτσι γνώριζε και την ανατομία του σώματος των ζώων. Πολύ εύκολα φρόντισε το βόδι και σε λίγες μέρες τέθηκε και πάλι στην υπηρεσία του αφεντικού του. Καθώς, όμως, έφευγαν, συνάντησαν μια μικρή Τουρκοκύπρια που πήγαινε βόλτα με το άλογό της. Μόλις το άλογο άκουσε το θόρυβο του αυτοκινήτου φοβήθηκε και την έριξε κάτω. Τότε, άκουσαν τις φωνές οι κάτοικοι του χωριού και έτρεξαν εκεί. Κανείς όμως, δεν τόλμησε να πειράξει ή να πει κάτι στο γερο – Αγησίλαο, γιατί όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
Το τέλος ζωής του
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο γερο-γιατρός είχε σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα. Οι γιατροί προσπαθούσαν να του τοποθετήσουν πλατίνα στο πόδι, όμως αυτός δεν ήθελε. Όταν άκουσε ότι θα του βάλουν πλατίνα, ζήτησε να του πάρουν τον γιο του Γιαννή να του λέει τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει, ώστε να έλθουν τα κόκαλα στη θέση τους. Τελικά, όμως, του τοποθέτησαν πλατίνα κι αυτό ήταν το μεγάλο του παράπονο. Δεν μπορούσε, έλεγε, να νιώθει τα σίδερα μέσα του.
Μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξακολουθούσε να δέχεται ασθενείς στο σπίτι του. Όταν αρρώστησε βαριά από βρογχοπνευμονία και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για περίθαλψη μια κυρία πέρασε για να του ευχηθεί περαστικά. Αυτός, όμως, συνηθισμένος από την τέχνη του, έπιασε το χέρι της, το έσφιξε και μετά της λέει: «Εν μια χαρά το σιέριν σου, εν έσιει τίποτε». Δύο μέρες επίσης πριν το θάνατό του, τον επισκέφτηκαν ασθενείς στο σπίτι του και τους έκανε καλά. Η μεγάλη αυτή μορφή της Χλώρακας έσβησε τον Οκτώβρη του 1985, όχι όμως και από τις καρδιές των ανθρώπων.
Ο Αγησίλαος μετέδωσε κάποιες από τις τεχνικές του στον πρωτότοκο γιο του, το Γιαννή, ο οποίος για λίγο χρονικό διάστημα μετά το θάνατο του πατέρα του, ασκούσε την τέχνη αυτή στο σπίτι του. Παρόλο που υπήρχαν πολλοί ορθοπεδικοί, αρκετοί ήταν αυτοί που εμπιστεύονταν το γιο του γερο -Αγησίλαου, για να τους θεραπεύσει. Ο Γιαννής, όμως, ένιωθε πως ήταν πολύ κατώτερος από τον πατέρα του και για να μη σπιλώσει ο όνομά του, έπαψε να ασχολείται. Ήξερε, επίσης, πολύ καλά πως ο Αγησίλαος ό,τι έκανε δεν το έκανε επειδή κατείχε κάποιες γνώσεις, αλλά επειδή ήταν γεννημένος γι’ αυτή την τέχνη.